Όταν γύρισε στο χωριό μετά από λίγες μέρες άρχισε να διηγείται στους φίλους του τις εμπειρίες του από την πρωτεύουσα.
«Μπαίνω που λέτε σ’ ένα μεγάλο κτίριο με ωραίο φωτισμό, καθρέφτες κι όμορφες γυναίκες και με ρωτάει μία τσούπρα: «Μανικιούρ;»»
«Ναι, μανικιούρ της λέω κι εγώ, μη με περάσει για κανέναν άσχετο βλάχο. Με αρπάζει, μου πιάνει τα χέρια από δω, από κει, μου τα αλείφει με κρέμες, λίμες γυαλιστικά κτλπ. και δείτε ρε τι ωραία που έγιναν τα νύχια!»
«Έλα ρε φίλε, και πονάει αυτό καθόλου;»
«Όχι καθόλου δεν πόνεσε, είναι φοβερό. Με πλησιάζει μια άλλη και μου λέει: «πεντικιούρ;»»
«Ναι, πεντικιούρ της λέω κι εγώ. Και με αρχίζει, τρίψιμο στα πόδια με λίμες, με κρέμες, και κοίτα πώς έγιναν…»
«Σοβαρά ρε, και πονάει αυτό καθόλου;»
«Όχι καθόλου δεν πόνεσε, είναι φοβερό. Μετά με πλησιάζει η επόμενη και μου λέει: «μπαλαγιάζ;»»
«Ναι, μπαλαγιάζ της λέω κι εγώ. Και αρχίζει να μου το τραβάει το μαλλί από δω κι από κει, βάζει κάτι πινέλα κάτι χρώματα και δείτε τι ωραία που έγιναν.»
«Έλα ρε φίλε, και πονάει αυτό καθόλου;»
«Όχι καθόλου δεν πόνεσε, είναι φοβερό. Μετά με ρωτάει μια άλλη «περμανάντ;»»
«Ναι, περμανάντ, της λέω κι εγώ. Και με βάζουν κάτω και με λούζουν και με τρίβουν και κοίτα πόσο ωραίο μου κάνανε το μαλλί!»
«Σοβαρά ρε, και πονάει αυτό καθόλου;»
«Όχι ρε, δεν πόνεσε, μια χαρά είναι!»
«Και μετά τι έγινε;»
«Βγήκα έξω κι όλοι με θαύμαζαν, εγώ καμάρωνα, κι όλοι μου χαμογέλαγαν, οπότε χαμογέλαγα κι εγώ. Λίγα μέτρα πιο πέρα έρχονται δύο τύποι και με ρωτάνε:
«Τραβεστί;»»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου