Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη διάσπαση της τεράστιας αυτοκρατορίας του, οι πιο μακρινές επαρχίες της πέρασαν στο διάδοχο κράτος των Σελευκιδών. Οι Σατραπείες της Ινδίας, αλλά και η Σατραπεία της Βακτρίας ακολούθησαν τις δικές τους, ξεχωριστές πορείες.
Μερικά χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) δημιουργήθηκε στην Ινδία η αυτοκρατορία των Μωριέων (Maurya) με πρωτεύουσα τα Παλίβοθρα (Pataliputra). Ιδρυτής αυτού του μεγάλου ινδικού κράτους ήταν ο Σανδράκοττος, ο οποίος μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου εξαπέλυσε πόλεμο εναντίον των Ελλήνων της Ινδίας. Οι Σελευκίδες δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την αντιμετώπισή του και σταδιακά ο Σανδράκοττος κατέλαβε όλες τις ελληνικές περιοχές της Ινδίας. Οι Σελευκίδες δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια για την ανάκτηση των χαμένων εδαφών. Αναγνώρισαν την εξουσία των Μωριέων, αναβάθμισαν τις μεταξύ τους σχέσεις και έστειλαν πρεσβευτές στα Παλίβοθρα.
Αλλά οι Σελευκίδες, απορροφημένοι από τις συγκρούσεις τους με τα άλλα ελληνιστικά βασίλεια, δεν έδειξαν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ούτε για τη σατραπεία της Βακτρίας, η οποία ήταν μια πολύ πλούσια περιοχή, τόσο λόγω των εύφορων εδαφών της, όσο και γιατί από αυτή περνούσε ο εμπορικός δρόμος ο οποίος ένωνε την Ευρώπη με την Ασία.
Εκμεταλλευόμενος αυτήν την κατάσταση, ο Έλληνας σατράπης της Βακτρίας Διόδοτος κήρυξε την απόσχιση της Βακτρίας από τους Σελευκίδες (γύρω στο 256 π.Χ.), ανακήρυξε ανεξάρτητο κράτος τη Βακτρία και έλαβε τον τίτλο του βασιλιά (Διόδοτος Α’). Ο Διόδοτος Α’ πέθανε το 228 π.Χ. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Διόδοτος Β’, ο οποίος δολοφονήθηκε το 225 π.Χ. από τον Ευθύδημο. Παρά τον άνομο τρόπο με τον οποίο κατέλαβε την εξουσία, ο Ευθύδημος αναδείχτηκε σε σπουδαίο βασιλιά. Το 208 π.Χ. απέκρουσε την εισβολή των Σελευκιδών, οι οποίοι με επικεφαλής τον βασιλιά τους Αντίοχο Γ’ επιχείρησαν να ανακαταλάβουν τη Βακτρία. Οι συγκρούσεις διήρκεσαν δύο χρόνια. Τελικά ο Αντίοχος Γ’ αναγνώρισε τον Ευθύδημο ως ανεξάρτητο βασιλιά. Στη συνέχεια ο Ευθύδημος κινήθηκε δυτικά, σε βάρος των Πάρθων, αλλά και βορειοανατολικά, όπου κατοικούσαν διάφορες νομαδικές ιρανικές φυλές. Ο Ευθύδημος θεωρείται ως ο θεμελιωτής του ελληνικού βασιλείου της Βακτρίας. Πέθανε το 195 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο γιος του Δημήτριος Α’, ο οποίος στράφηκε νότια, προς την Ινδία, καθώς μετά τον θάνατο του Ασόκα του Μεγάλου, τρίτου βασιλιά των Μωριέων, η αυτοκρατορία τους αποδυναμώθηκε και πολλές επαρχίες της αποσχίστηκαν και ανεξαρτητοποιήθηκαν. Ο Δημήτριος Α’ εκμεταλλευόμενος αυτήν την κατάσταση πέρασε με τον στρατό του το 188 π.Χ. τον Ινδικό Καύκασο και την περιοχή των Παροπαμισάδων, που αποτελούσαν τα σύνορα μεταξύ της Βακτρίας και των ινδικών κρατιδίων. Ο Δημήτριος Α’ κατέλαβε πολλές περιοχές της Ινδίας (Αραχωσία, Δραγγιανή, Παταληνή, Συραστρηνή και το ανατολικό τμήμα της Γεδρωσίας), φθάνοντας ως τον Ινδικό Ωκεανό. Η εκστρατεία του όμως διακόπηκε απότομα. Φεύγοντας για την Ινδία, ο Δημήτριος είχε αφήσει συμβασιλέα και αντικαταστάτη του στον θρόνο, τον αδελφό του Ευθύδημο Β’. Η μεγάλη απουσία του βασιλιά όμως δημιούργησε αναταραχή. Κάποιος Αντίμαχος, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες, τον εκτόπισε και κατέλαβε την εξουσία. Ο Δημήτριος Α’ αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Βακτρία για να αντιμετωπίσει τον Αντίμαχο. Πέθανε όμως κατά την επιστροφή, από άγνωστα αίτια (γύρω στο 185 π.Χ.). Τότε, το ελληνικό κράτος της Βακτρίας χωρίστηκε σε δύο τμήματα, με σύνορο τον Ινδικό Καύκασο: στο νότιο, που αποτελούσε το ελληνικό βασίλειο της Ινδίας, βασίλεψαν οι Πανταλέων και Αγαθοκλής, γιοι του Δημητρίου Α’. Ο Αγαθοκλής όρισε ως πρωτεύουσά του τα Τάξιλα και κατάφερε να οργανώσει και να ισχυροποιήσει το κράτος του. Το 165 π.Χ. πέθανε ο Αγαθοκλής και τον διαδέχθηκε η κόρη του Αγαθόκλεια, ανίσχυρη γυναίκα με επιφανειακή εξουσία. Στο βόρειο τμήμα, που αποτελούσε το βασίλειο της κυρίως Βακτρίας, κυβέρνησε ο Αντίμαχος, για δέκα περίπου χρόνια. Μετά τον θάνατό του, τον διαδέχθηκε ο γιος του Δημήτριος Β’. Αυτός, το 171 π.Χ. κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια εξέγερση παρόμοια με αυτή που είχε προκαλέσει ο πατέρας του πριν μερικά χρόνια. Επικεφαλής των εξεγερμένων ήταν ο ικανότατος Ευκρατίδης. Και αυτός ήταν αδιευκρίνιστης καταγωγής. Δεν αποκλείεται να ήταν άνθρωπος των Σελευκιδών, εξάδελφος του Αντίοχου Δ’ που είχε ως αποστολή την ανακατάληψη της Βακτρίας. Ο Ευκρατίδης κατέλαβε την εξουσία στη Βακτρία αφού νίκησε τον Δημήτριο Β’, που σκοτώθηκε στη διάρκεια των μαχών. Έχοντας απόλυτη κυριαρχία βόρεια του Ινδικού Καυκάσου κινήθηκε νότια, εναντίον του ελληνικού βασιλείου της Ινδίας. Η Αγαθόκλεια αντιστάθηκε ελάχιστα. Ο Ευκρατίδης καταλάμβανε τη μία επαρχία μετά την άλλη και σύντομα έγινε κύριος όλων των περιοχών δυτικά του Γάγγη. Τότε εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Μένανδρος, ο άνθρωπος που άλλαξε ριζικά την ιστορία της περιοχής…
Ποιος ήταν ο Μένανδρος;
Ο Μένανδρος γεννήθηκε σ’ ένα χωριό των Παροπαμισάδων, περιοχής του βασιλείου της Βακτρίας που βρισκόταν νότια του Ινδικού Καυκάσου. Δεν καταγόταν από κάποιον βασιλικό οίκο. Ο πατέρας του πιθανότατα ήταν Έλληνας μεγαλογαιοκτήμονας των Παροπαμισάδων στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκε και το χωριό όπου γεννήθηκε ο Μένανδρος. Υπάρχει και η άποψη ότι ο Μένανδρος ήταν γιος Έλληνα κληρούχου αξιωματικού εγκατεστημένου στους Παροπαμισάδες και πως το χωριό που γεννήθηκε ήταν ουσιαστικά ένας στρατιωτικός καταυλισμός. Έτσι εξηγείται η κλίση του Μένανδρου στην πολεμική τέχνη και τα λαμπρά στρατιωτικά του κατορθώματα.
Κατά την περίοδο της εισβολής του Ευκρατίδη, ο Μένανδρος κατείχε κάποιο ανώτατο αξίωμα στον στρατό του ελληνικού βασιλείου της Ινδίας. Ο Ευκρατίδης είχε φτάσει στην περιοχή του Ινδού και απειλούσε τα Τάξιλα, την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους της Ινδίας. Σκόπευε να προχωρήσει και να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στο εξασθενημένο βασίλειο. Ο Μένανδρος κλήθηκε τότε να αναλάβει δράση και να ανακόψει την πορεία του Ευκρατίδη. Πραγματικά, μεταξύ των στρατευμάτων του Ευκρατίδη και του Μένανδρου δόθηκαν πολύμηνες μάχες στην περιοχή του Ινδού ποταμού χωρίς όμως κάποιος να επικρατήσει. Μια αναπάντεχη εξέλιξη όμως έκανε τον Ευκρατίδη να αναγκαστεί να αποχωρήσει. Οι Πάρθοι στα βορειοδυτικά σύνορα της Βακτρίας εξελίσσονταν σε μια σοβαρή απειλή για τον Ευκρατίδη που αρχικά δεν έδωσε στο γεγονός αυτό μεγάλη σημασία. Όταν όμως οι Πάρθοι κατέλαβαν μετά από αιφνιδιαστική εισβολή στη Βακτρία τις επαρχίες της Ταπουρίας και της Τραξιανής, ο Ευκρατίδης υπέγραψε βιαστικά συνθήκη ειρήνης με τον Μένανδρο που περιελάμβανε κάποιους εδαφικούς διακανονισμούς στην περιοχή της Ινδίας. Επιστρέφοντας στη Βακτρία ο Ευκρατίδης δολοφονήθηκε από τον γιο του Πλάτωνα, η βασιλεία του οποίου δεν είχε μεγάλη διάρκεια καθώς δολοφονήθηκε με τη σειρά του από τον αδελφό του Ηρακλή που ανέβηκε στον θρόνο της Βακτρίας.
Ο Μένανδρος με την απόκρουση του Ευκρατίδη είχε αποκτήσει μεγάλη αίγλη, χάρη στις στρατηγικές του ικανότητες. Είναι πολύ πιθανό να ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τα στρατεύματα του μετά την επικράτηση του επί του Ευκρατίδη. Για να νομιμοποιήσει όμως στη συνείδηση του λαού την ανάδειξή του σε βασιλιά, παντρεύτηκε την Αγαθόκλεια, κληρονόμου του Αγαθοκλή, ενισχύοντας έτσι τη θέση του.
Ο στρατός του Μένανδρου: οι ομοιότητες με τον μακεδονικό και οι καινοτομίες που εισήγαγε σ’ αυτόν
Ο Μένανδρος αφού ανέβηκε στον θρόνο αποφάσισε να επεκτείνει το κράτος του που είχε συρρικνωθεί μετά την επίθεση του Ευκρατίδη. Μεγάλη σημασία για την επίτευξη αυτού του στόχου θα είχαν οι ένοπλες δυνάμεις του. Ο στρατός του αποτελούσε ένα κράμα μακεδονικών και ασιατικών στοιχείων. Είχε οργανωθεί με βάση το σύστημα διάρθρωσης των αρχαίων ινδικών στρατών σύμφωνα με το οποίο το στράτευμα θα χωριζόταν σε τέσσερα κύρια όπλα: το πεζικό, το ιππικό, τους ελέφαντες και τα πολεμικά άρματα. Αν και η πλειοψηφία των στρατιωτών του Μένανδρου ήταν Έλληνες υπήρχαν και πολλοί Ασιάτες ιθαγενείς.
Κορμός του πεζικού ήταν η περίφημη μακεδονική φάλαγγα (200 χρόνια περίπου μετά του Φίλιππο και Αλέξανδρο). Την αποτελούσαν σαρισοφόροι οπλίτες που ήταν όλοι Έλληνες. Η οργάνωση και ο εξοπλισμός της δεν είχαν υποστεί μεταβολές από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπηρχαν επίσης σώματα ελαφρού πεζικού που στελεχώνονταν κυρίως από μισθοφόρους, αλλά και ιθαγενείς. Οι πρώτοι ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί για το στράτευμα του Μένανδρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εποχή του είχαν δημιουργηθεί στρατιωτικές αποικίες μισθοφόρων με πιο ονομαστές τα Δαίδαλα και τα Σαλάγισσα που είχαν ιδρυθεί από Κρήτες και Πισίδες μισθοφόρους αντίστοιχα. Το ιππικό αποτελούσε το κύριο επιθετικό όπλο του Μένανδρου. Εκτός από το τυπικό μακεδονικό σχηματισμό των εταιρων και τους ελαφρά οπλισμένους ιθαγενείς ιππείς υπήρχαν και τμήματα βαριά θωρακισμένων ιππέων, των καταφράκτων, που ήταν εκπαιδευμένοι κατά τα ιρανικά πρότπυα. Οι κατάφρακτοι ήταν μια καινοτομία των ελληνιστικών στρατών προερχόμενη από τους πολεμικούς ασιατικούς λαούς. Σημαντικό ρόλο στον στρατό του Μένανδρου είχαν επίσης οι ελέφαντες και τα πολεμικά άρματα. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του ένα πολεμικό άρμα και συνοδευόταν πάντα από ένα σώμα 500 ανδρών που ήταν όλοι Έλληνες. Τέλος ο Μένανδρος είχε στη διάθεση του και σύγχρονες πολιορκητικές μηχανές.
Οι πόλεμοι του Μένανδρου και η επέκταση του κράτους του
Ο Μένανδρος ξεκίνησε τις πολεμικές του επιχειρήσεις από τις περιοχές που είχε καταλάβει ο Ευκρατίδης και κατάφερε να τις ανακτήσει από τους διαδόχους του. Αργότερα ανακατέλαβε τη γενέτειρά του, τους Παροπαμισάδες και το μεγαλύτερο μέρος της Αραχωσίας. Ένα τμήμα της είχε καταληφθεί από τους Πάρθους και ο Μένανδρος αποφάσισε να μην εμπλακεί σε πόλεμο μαζί τους. Στη συνέχεια κινήθηκε νότια και ανατολικά. Στον νότο επέκτεινε τα όρια του κράτους του μέχρι τον ποταμό Υδραιώτη (σήμερα Ράβι) ενώ στα ανατολικά κατέλαβε τις περιοχές της Σουαστηνής και της Κασπειρίας φτάνοντας μέχρι τους πρόποδες των όρων Ιμάου των σημερινών Ιμαλαΐων! Μια άλλη ενέργεια του Μένανδρου ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από τα Τάξιλα στα Σάγαλα (σήμερα Σιαλκότ) μεταξύ των ποταμών Ακεσήνη και Υδραιώτη. Η αυξανόμενη δύναμη τον έφερε όμως σε σύγκρουση με το ισχυρότερο βασίλειο της Ινδίας, εκείνο των Σούνγκα (Sunga).
O πόλεμος του Μένανδρου με τους Σούνγκα και η εκστρατεία στα Παλίβοθρα
Γύρω στο 185-184 π.Χ. ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Μωριέων Μπριχαντράτα δολοφονήθηκε από τον Πουσιαμίτρα Σούνγκα, αρχηγό του στρατού και κυβερνήτη της πόλης Σούνγκα, ο οποίος εκδίωξε οριστικά τους Μωριείς από τον θρόνο και ίδρυσε τη δυναστεία των Σούνγκα. Ο νέος ηγεμόνας ήταν φανατικός οπαδός του βραχμανισμού. Καταδίωξε τους βουδιστές, καταστρέφοντας μοναστήρια τους και σφάζοντας χιλιάδες βουδιστές μοναχούς. Επίσης καταδίωξε τους Έλληνες με τους οποίους οι Μωριείς είχαν πολύ καλές σχέσεις. Αντίθετα ο Μένανδρος επέτρεπε στους Έλληνες, Ινδούς και Ιρανούς υπηκόους του να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η καταδίωξη των βουδιστών από τον Πουσιαμίτρα αποτέλεσε μια καλή αφορμή για τον Μένανδρο προκειμένου να κινηθεί εναντίον του. Ο στρατός του ήταν τεράστιος και προερχόταν από κάθε επαρχία του ελληνικού βασιλείου της Ινδίας. Ο Μένανδρος ξεκίνησε από τα Σάγαλα, πέρασε τον ποταμό Ύφαση όπου είχε σταματήσει ο Αλέξανδρος, κινήθηκε κατά μήκος του ποταμού Ιωμάνου, πέρασε την περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το Δελχί και έφτασε στη Μόδουρα. Ως τότε, ο Μένανδρος δεν είχε συναντήσει κανένα εμπόδιο, καθώς περνούσε από περιοχές βουδιστών που τον θεωρούσαν ελευθερωτή τους. Στη Μόδουρα συνάντησε σφοδρή αντίσταση, όμως κατέλαβε την πόλη και ανάγκασε τους κατοίκους να τον ακολουθήσουν στην εκστρατεία του. Ακολούθως, κατέλαβε την κομβικής σημασίας πόλη Σακέτα και κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα του Πουσιαμίτρα, Παλίβοθρα που ήταν άριστα οχυρωμένη και βρισκόταν στις όχθες του Γάγγη. Ο Μένανδρος κατάφερε με άνεση να κατακτήσει και τα Παλίβοθρα (περ. 145 π.Χ.) προκαλώντας μεγάλη εντύπωση στα γειτονικά βασίλεια. Όμως για στρατηγικούς λόγους μετά από μερικούς μήνες αποφάσισε να αποσυρθεί από την πόλη και να εγκατασταθεί στη Μόδουρα. Ο ποταμός Ιωμάνης θα παρέμενε το σύνορο του ελληνικού κράτους της Ινδίας, τουλάχιστον μέχρι τον θάνατο του Μένανδρου.
Οι τελευταίες εκστρατείες του Μένανδρου – Ο θάνατός του
Από τη Μόδουρα, ο Μένανδρος ξεκίνησε μια σειρά από νέες εκστρατείες προς τα νοτιοδυτικά. Αρχικά κατέλαβε την πόλη Μαντχιαμίκα που ανήκε στον Πουσιαμίτρα και συνέχισε την πορεία του προς τα νοτιοδυτικά μπαίνοντας σε εδάφη που ανήκαν σε ανεξάρτητα ιδνικά κρατίδια. Η περιοχή της Συραστρηνής και το λιμάνι Βαρύγαζα ήταν οι σημαντικότερες κατακτήσεις του.
Με την κατάληψη των Βαρυγάζων, του σημαντικότερου λιμανιού της Ινδίας, ο Μένανδρος μπορούσε πλέον ανεμπόδιστα να αναπτύξει σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο πέθανε γύρω στο 135 π.Χ. στη διάρκεια μιας εκστρατείας του. Δεν είναι γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες.
Η είδηση για τον θάνατο του Μένανδρου προκάλεσε θλίψη στους υπηκόους του ιδιαίτερα στους βουδιστές που τον θεωρούσαν ευεργέτη τους. Οι πόλεις του βασιλείου του φιλονικούσαν για το που θα ταφεί, τελικά μοιράστηκαν την τέφτα του. Κάτι ανάλογο είχε γίνει μόνο για τον Βούδα!
Οι ιδανικές συνθήκες που επικρατούσαν στο βασίλειο του Μέναδρου
Ο Μένανδρος ήταν ικανός στρατιωτικός ηγέτης, αλλά και δίκαιος και συνετός κυβερνήτης. Στα ανώτερα αξιώματα τοποθέτησε Έλληνες. Στο ελληνικό βασίλειο της Ινδίας επικρατούσαν συνθήκες ατομικής ελευθερίας πρωτόγνωρες για την αρχαιότητα. Όλοι οι υπήκοοί του τον λάτρευαν και απολάμβαναν πλήρη ισότητα. Ίσχυε καθεστώς πλήρους ανεξιθρησκείας. Ο καθένας λάτρευε ανεμπόδιστα όποιον θεό επιθυμούσε. Γι΄αυτό και στο βασίλειο του Μένανδρου δεν εκδηλώθηκαν επαναστάσεις και εμφύλιοι πόλεμοι και όλοι οι πολίτες συμβίωναν ειρηνικά. Κόπηκαν νομίσματα που απεικόνιζαν τον Μένανσρο και εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν και μετά τον θάνατό του από τα λιμάνια της Ινδίας μέχρι και το κινεζικό Τουρκεστάν. Είναι ο μόνος Έλληνας που η ινδική φιλολογία αναφέρει ως φιλόσοφο, ενώ η ανάμνησή του παρέμεινε ζωντανή ως τον 10 – 11ο αιώνα, όπως βλέπουμε σε κείμενα της εποχής αυτής!
Ο Μένανδρος υποστήριξε τον βουδισμό, όμως ποτέ δεν προσχώρησε σ’αυτόν. Στο κείμενο «Μιλινταπάχνα», («Ερωτήσεις του βασιλιά Μένανδρου») υπάρχει μια ομιλία σχετική με τη μύηση στον Βουδισμό από τον ιερέα Ναγκασένα, κατά την οποία ο Μένανδρος λογομάχησε μαζί του σε φιλοσοφικά Θέματα.
Επίλογος
Ο Μέγας Αλέξανδρος οραματίστηκε μια αυτοκρατορία που θα ένωνε πολιτικά και πολιτισμικά την Ελλάδα με την Ασία. Αυτό δεν έγινε λόγω του πρόωρου θανάτου του, αλλά και της αντίδρασης των Μακεδόνων που πίστευαν ότι Έλληνες και βάρβαροι δεν μπορούν να είναι ίσοι. Ο Μένανδρος συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά σ’αυτόν τον τομέα. Το ελληνικό βασίλειο της Ινδίας αποτελούσε ένα κράτος με βάση την αρμονική σύζευξη διαφορετικών φυλών και πολιτισμών. Οι Ινδοί υπήκοοι του Μένανδρου θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες και ως Έλληνες αντιμετωπίζονταν από τους άλλους Ινδούς. Δυστυχώς την ίδια εποχή που ο Μένανδρος δημιουργούσε ένα ισχυρό ελληνικό κράτος στην Ινδία, η Ελλάδα, λόγω των ατελείωτων εμφυλίων συγκρούσεων και την έλλειψη ικανών ηγετών έπεφτε στα χέρια των Ρωμαίων. Ο Μένανδρος ο Σωτήρ, δεν έχει λάβει μέχρι σήμερα την αναγνώριση και τη φήμη που άξιζε, κάτι που ελπίζουμε να γίνει με το άρθρο μας αυτό.
Πηγές: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ, «Μένανδρος, ο άγνωστος Έλληνας βασιλέας της Ινδίας», ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», τ. 127, ΜΑΡΤΙΟΣ 2007
Απόστολος Μιχαηλίδης, «ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ Α΄Ο ΣΩΤΗΡ», ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ», τ. 551, ΜΑΪΟΣ 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου