Είναι Χριστούγεννα, και ο Αι-Βασίλης κάθεται με τη γυναίκα του
στο τζάκι.
Ξαφνικά η γυναίκα του του
λέει: "Μα, πάλι θα φύγεις; Τι θα γίνει με αυτή την
κατάσταση; Κάθε Χριστούγεννα θα έχουμε τα ίδια; Δε θα περάσουμε μια φορά
κι εμείς Χριστούγεννα μαζί, σαν όλες τις
οικογένειες;",
"Μα", λέει ο Αι-Βασίλης, "δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, αυτή
είναι η δουλειά μου. Δεν μπορώ να μην μοιράσω
δώρα στα παιδιά".
"Δεν με νοιάζει", λέει η γυναίκα του, "σαν γυναίκα σου
κι εγώ, θέλω να περάσουμε Χριστούγεννα μαζί. Και να
το ξέρεις, αν φύγεις θα βρεις την πόρτα κλειστή και εμένα να με ξεχάσεις
από γυναίκα σου".
"Μα, σε παρακαλώ, σοβαρέψου. Δεν
είναι πράγματα αυτά. Δεν μπορώ να αφήσω το αφεντικό έτσι ξεκρέμαστο.
Σκέψου τα καημένα τα παιδιά που θα μείνουν χωρίς
δώρα", ξαναλέει ο Αι-Βασίλης.
"Δε με νοιάζει τίποτα", επιμένει η γυναίκα
του. "Αν φύγεις, εμένα να με ξεχάσεις από γυναίκα
σου", του λέει και πηγαίνει στην κουζίνα κλείνοντας με δύναμη την πόρτα
πίσω της.
Νευριασμένος ο Αι-Βασίλης αρχίζει να
πετάει με δύναμη τα δώρα μέσα στον σάκο του μουρμουρίζοντας. Σε κάποια
στιγμή χτυπάει το κουδούνι.
"Ποιος να είναι τέτοια
ώρα;", λέει νευριασμένος, πάντα, ο Αι-Βασίλης και πηγαίνει να ανοίξει
την πόρτα.
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει ένα αγγελάκι να
του λέει:
"Γεια σου Αι-Βασίλη, έφερα το δέντρο, πού να το βάλω;"!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου