Αρχές Μάρτη του '41 τρεις φίλοι ξεθεωμένοι, ψειριασμένοι, πιο λιανοί κι απ' τα ντουφέκια τους φέρνουν γύρα ένα τσιγάρο, λάφυρο από κάτι Ιταλούς αιχμαλώτους. 20 χιλιόμετρα απ' την Κλεισούρα. Εκεί είχαν θάψει σπάζοντας το παγωμένο χώμα το Νίκο και το Χρίστο... Είχε έρθει σήμα. Το σύνταγμα θα έπιανε δυο υψώματα. Στο κέντρο σ' εκείνο με τα περισσότερα δέντρα θα πήγαιναν δυο λόχοι. Θα πήγαιναν όλοι. Ο Νώντας και ο Δημήτρης αναρωτιόνταν αν θα ξανάβλεπαν ποτέ τα Τρίκαλα. Τους πείραζε ο Παναγιώτης και τους έλεγε “σιγά την πόλη, τα Γιάννενα είναι καλύτερα”.
Έκοψαν τα γέλια. Ήρθε ο μαντατοφόρος. Ο διοικητής του του 5ου έλεγε ότι το 731 και τα διπλανά υψώματα έπρεπε μέχρι το σούρουπο να έχουν καταληφθεί. Σιωπή, μονάχα κάτι σκόρπιες διαταγές. Ήξεραν όλοι τι έπρεπε να κάνουν είχαν σχεδόν έξι μήνες στο μέτωπο. Έφτασαν στο ύψωμα ατουφέκιστοι, έσκαψαν, έκαναν ορύγματα, όταν ήρθαν οι σταφίδες και οι γαλέτες έπιασαν πάλι την κουβέντα. Πάλι κοίταζαν τα βουνά γύρω και έλεγαν ότι τα μέρη τους είναι καλύτερα. Ύστερα πάλι σιωπή. Άκουσαν από δίπλα ότι οι Ιταλοί απ' τη Γκλάβα ως το Μπούμπεσι είχαν στήσει 3.000 πυροβόλα, θα πλάκωναν κάπου δυο μεραρχίες για να πιάσουν τα τρία υψώματα. Αυτοί στο 731 ήταν στη μέση.
Ξημέρωσε. Ήταν 8 Μάρτη. Ήρθε διαταγή. Ο Παναγιώτης έπρεπε να παρουσιαστεί στο αμπρί του διοικητή του συντάγματος. Ο διαβιβαστής του συνταγματάρχη είχε εξαφανιστεί από μια οβίδα, δεν βρήκαν τίποτε να θάψουν... Ο Νώντας του 'δωσε ένα γράμμα για τη γυναίκα του, ο Δημήτρης δεν ήξερε γράμματα. Του 'πε να δώσει χαιρετίσματα.
Πριν χαράξει ο Παναγιώτης άκουσε μπουμπουνητά. Ήξερε ότι ήταν τα κανόνια των Ιταλών αλλά ήλπιζε να είναι μπουμπουνητά. Κοίταξε, λέει, δεξιά και είδε το 731 να αστράφτει. Άστραφτε ώσπου ξημέρωσε. Όταν ξημέρωσε μαύρισε. Δεν είχε μείνει ούτε ένα δέντρο απ' το δάσος. Τα βράχια είχαν γίνει σκόνη. Ανάμεσα στις πέτρες έβλεπε πολλές μικρές αστραπές, κάποια θηρία άντεχαν ακόμη και πολεμούσαν.
Κράτησαν τρία μερόνυχτα. Στο τέλος κάποιοι τους είδαν να σέρνονται στο ακάλυπτο έδαφος και να παίρνουν πυρομαχικά απ' τους νεκρούς Ιταλούς για να συνεχίσουν τη μάχη. Τρία μερόνυχτα ο τόπος γέμισε πτώματα και τσακισμένα κορμιά. 1.000 Ιταλοί και 145 Έλληνες έμειναν στον τόπο. Πάνω από 3000 οι τραυματίες.
Οι Ιταλοί τα μάζεψαν και υποχώρησαν κάπου 10 χιλιόμετρα πίσω. Ο Παναγιώτης πήγε με τον συνταγματάρχη στο 731. Περπατούσαν και το πόδι έμπαινε ως το γόνατο μέσα στη σκόνη, σκόνη είχαν γίνει τα βράχια απ' τους βομβαρδισμούς. Ανάμεσα από κάτι μαυρισμένους κορμούς έβγαιναν κάτι φαντάσματα. Οι ψειριασμένοι, οι λιανοί φαντάροι ήταν τώρα και μαύροι, ακόμα πιο νηστικοί από πριν. Έγινε προσκλητήριο. Έλειπαν πενήντα. Έλειπε και ο Νώντας, έλειπε και ο Δημήτρης.
Κάπου εξηνταπέντε χρόνια μετά πήγα εκεί που έχει στηθεί ένα φτωχό μνημείο για τους πεσόντες και άφησα ένα κουμπί από χλαίνη και ένα παγούρι (λάφυρο και αυτό από τους Ιταλούς) τα είχε δανειστεί ο παππούς μου από τα φιλαράκια του. Είναι η μόνη ιστορία που μου έχει διηγηθεί απ' το μέτωπο. Δεν ήθελε να θυμάται.
NEWSIT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου