ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ. ΓΟΥΓΟΥΣΗΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΔΡΟΛΟΓΟΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ. ΓΟΥΓΟΥΣΗΣ  ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΔΡΟΛΟΓΟΣ

ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΟΠΑΠ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΤΣΙΟΠΛΗΣ

ΟΠΤΙΚΑ ΚΑΤΑΝΑΣ

ΟΠΤΙΚΑ ΚΑΤΑΝΑΣ

Κάντε ΚΛΙΚ στην εικόνα


Κάντε ΚΛΙΚ στην εικόνα

Αναζήτηση

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΤΩΡΑ ΣΕ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Η χαρά των παιδιών, στα Γρεβενά

Η χαρά των παιδιών, στα Γρεβενά

Κάντε ΚΛΙΚ



Κάντε ΚΛΙΚ στην εικόνα

ΕΛΑΣΤΙΚΑ ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ Α & Γ ΟΕ

ΕΛΑΣΤΙΚΑ ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ Α & Γ  ΟΕ
Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες

Τρίτη 10 Αυγούστου 2021

Διαζύγιο και Συν-Επιμέλεια: Ένα ζήτημα νομικής ή ψυχολογικής φύσης; – Της Κωνσταντίνας Μπαλιάμη

 
Αναμφίβολα, το θέμα  του διαζυγίου των γονέων λόγω των ανησυχητικών διαστάσεων που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια και των αρνητικών

επιδράσεων που ασκεί κυρίως στα παιδιά, έλκει ολοένα και περισσότερο ειδικούς από ποικίλους χώρους να ασχοληθούν συστηματικά και διεξοδικά με αυτό μέσα από την κατασκευή ενός σωστά δομημένου ψυχολογικού και νομικού διχτυού ασφαλείας που θα συμβάλλει αποτελεσματικά στην προστασία των παιδιών από τις αρνητικές συνέπειες που αυτό επιφέρει.

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί αύξηση των διαζυγίων και κατ’ επέκταση των μονογονεϊκών οικογενειών σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες παρά τις ιδιαίτερες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες κάθε χώρας  (Χατζηχρήστου, 1999).

Στη χώρα μας, η αυξημένη τάση των διαζυγίων είναι δεδομένη, αφού ο αριθμός τους υπερτριπλασιάστηκε κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, σε αντίθεση με τον αριθμό των γάμων, που παρουσιάζει πτώση. Το 1970 το ποσοστό διαζυγίων ήταν 5,18%, το 1980 αυξήθηκε σε 10,72%, το 1984 σε 15,83%, το 1990 μειώθηκε σε 10,22% και το 1999 ανήλθε σε 15,74%. Καθοριστικός παράγοντας στην κατακόρυφη αύξηση των διαζυγίων το 1980 και το 1984 ήταν η καθιέρωση των νέων νομοθετικών ρυθμίσεων (Ν. 868/79 και Ν. 1329/83) (Τσαλκάνης, 1995, Καλδιριμιτζιάν, 2002).

Αντίστοιχα με την αύξηση των διαζυγίων, διαφαίνεται μεγάλη αύξηση  και στον αριθμό των παιδιών διαζευγμένων γονέων. Κατά το 2000 τα διαζύγια ανήλθαν σε 11.309 και τα παιδιά διαζευγμένων σε 11.198 (ΕΣΥΕ, στοιχεία διαζυγίων 2000).

Οι συνηθέστερες αιτίες διαζυγίων μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη περιέχει τα ενδοσυζυγικά αίτια, όσα δηλαδή προκαλούνται από τους δύο συζύγους και αφορούν τη λειτουργία της οικογένειας και την ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού. Τέτοια προβλήματα μπορεί να είναι η έλλειψη επικοινωνίας ή το μειωμένο συναισθηματικό δέσιμο, συμπεριλαμβανομένης  της  σεξουαλικής συμπεριφοράς καθώς και η σωματική λεκτική και ψυχολογική κακοποίηση. Η δεύτερη κατηγορία αφορά εξωσυζυγικές πιέσεις που δέχεται το ζευγάρι. Τέτοιοι παράγοντες είναι η βιολογική και πνευματική υγεία του άντρα ή της γυναίκας, οικονομικά ή εργασιακά προβλήματα και προβλήματα προερχόμενα από το συγγενικό περιβάλλον.

Παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις το διαζύγιο και ο χωρισμός αποτελούν την καλύτερη λύση, οι μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν ότι το διαζύγιο αποτελεί έναν πολύ ισχυρό παράγοντα κινδύνου για τη δημιουργία συναισθηματικής κρίσης με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην οικογένεια  και με αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο για τους  γονείς  αλλά και για τα παιδιά. Το διαζύγιο είναι το γεγονός ζωής που λαμβάνει τη δεύτερη υψηλότερη θέση πρόκλησης στρες ανάμεσα σε 43 θεωρητικά τραυματικές καταστάσεις που είναι καταγεγραμμένες στην κλίμακα Κοινωνικής Αναπροσαρμογής των HolmesκαιRahe(1967).

Πολλοί γάμοι αποτυγχάνουν  και κλονίζονται ανεπανόρθωτα με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών να βιώνει τον χωρισμό των γονιών τους με αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία. Πράγματι τα παιδιά, όταν οι γονείς τους χωρίζουν, υποφέρουν σε τέτοιο βαθμό από έντονο συναισθηματικό τραύμα ώστε με δυσκολία καταφέρνουν να αναρρώσουν ολοκληρωτικά από τις αρνητικές επιδράσεις. Πολλά παιδιά ερμηνεύουν το διαζύγιο ως απόρριψη ή εγκατάλειψη των ίδιων.  Απόγνωση, θυμός, απογοήτευση, ντροπή είναι μερικά από τα συναισθήματα που τα κατακλύζουν με κυρίαρχο το συναίσθημα του θυμού. Τα παιδιά συχνά εκφράζουν την επιθυμία για επανασύνδεση των γονιών τους κατηγορώντας τον καθένα ή και τους δύο για τη ρήξη που έχει επέλθει στις σχέσεις τους.

Το μέγεθος της απόρριψης, της ανασφάλειας και της ανεπάρκειας που δύναται να αισθανθεί κάποιος που βιώνει ένα διαζύγιο έχει φανεί ότι σχετίζεται με την αυτοεκτίμηση που έχει, την εικόνα δηλαδή που έχει για τον εαυτό του, η οποία και «χτίζεται» από τα πρώτα χρόνια της ζωής. Όταν ένα παιδί δεν έχει την ευκαιρία να ξεπεράσει με έναν σχετικά ήπιο και ομαλό τρόπο τα όποια παιδικά τραύματα και να αναπτύξει μια υγιή αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση, θετική αυτοεικόνα  και μια αίσθηση προσωπικής αξίας, τότε ως  ενήλικας θα αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες όταν θα έρθει αντιμέτωπος με ψυχοπιεστικά   γεγονότα και συνθήκες άρνησης, κριτικής ή απόρριψης που μπορεί να τον κάνουν να αμφιβάλει για τον εαυτό του και να τον βυθίσουν σε μεγαλύτερη ανασφάλεια ή περιχαράκωση στον εαυτό του.

Φυσικά το διαζύγιο καθαυτό, δεν είναι η μοναδική πηγή μακροπρόθεσμων προβλημάτων. Δεν προκαλεί  έκπληξη το εύρημα ότι πολλά παιδιά επηρεάζονται κυρίως από τις εντάσεις μιας πικρόχολης και δυσαρμονικής οικογενειακής ζωής, η οποία προηγείται του χωρισμού και του διαζυγίου(Cherlinetal.,1991).

Δεδομένου του άσχημου και τραυματικού  αντίκτυπου που έχουν οι συνέπειες του διαζυγίου στην ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, η ανακούφιση από τις συνέπειες αυτού καθίσταται ένα θέμα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και άμεσης παρέμβασης. Μολονότι τα ζευγάρια που χωρίζουν αυτόματα ζητούν νομική καθοδήγηση, είναι σχετικά λιγοστά εκείνα που ζητούν επαγγελματική βοήθεια για τη διαχείριση των οδυνηρών συναισθηματικών  τους προβλημάτων. Τα περισσότερα ζευγάρια επιδίδονται σε ατέρμονους  και έντονους δικαστικούς αγώνες  προσπαθώντας διακαώς να εντοπίσουν πράξεις και παραλείψεις,  στη συμπεριφορά του ενός εκ των συζύγων επιρρίπτοντας πάντα την ευθύνη και την κατηγορία ο ένας  στον άλλον για τον κλονισμό της έγγαμης συμβίωσής τους προκειμένου έτσι να διευθετήσουν και να δρομολογήσουν προς όφελός τους θέματα που σχετίζονται  είτε με τη ρύθμιση της συζυγικής  στέγης  και τη ρύθμιση της διατροφής, είτε με τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας των υπαρχόντων ανήλικων τέκνων και της επικοινωνίας  τους με αυτά.

Σύμφωνα με το ελληνικό Οικογενειακό Δίκαιο η γονική μέριμνα λόγω της ισότητας των φύλων ασκείται και από τους δύο γονείς και περιλαμβάνει κάθε φροντίδα που αποβλέπει στη σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού και στην  ανάπτυξη, τη φύλαξη και τη συντήρηση του ανήλικου παιδιού, την υποχρέωση να ελέγχει τη  διαγωγή του, τις συναναστροφές του, τη μόρφωση του, τον προσδιορισμό του τόπου κατοικίας του και την επικοινωνία του γονέα με το ανήλικο. Η  επιμέλεια είναι έννοια που κατά βάση περικλείεται στην έννοια της γονικής μέριμνας και αφορά κυρίως την επιμέλεια  της περιουσίας και του προσώπου του ανηλίκου και ανατίθεται από το δικαστήριο σε έναν από τους γονείς. Το δικαστήριο με την απόφαση του αυτή αποβλέπει στο συμφέρον του ανηλίκου που είναι η πλήρης ανάπτυξη της ψυχοσωματικής του οντότητας δίχως να κάνει διακρίσεις μεταξύ των γονέων που να θίγουν την ισότητα των δύο φύλων, τη γλώσσα, τη θρησκεία ή τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις (Κούρος,1993).

Παρά ταύτα, μέσα από την εκτεταμένη παρακολούθηση και  μελέτη των δικαστικών αποφάσεων αναφορικά με ζητήματα Οικογενειακού Δικαίου, παρατηρούμε ότι υφίσταται σε ορισμένες περιπτώσεις ένα αναιτιολόγητο προβάδισμα της μητέρας έναντι του πατέρα στην ανάθεση της επιμέλειας τέκνου, ιδιαίτερα εφόσον τα ανήλικα είναι σε ηλικία κάτω των 10 χρόνων, λόγω του ότι έχουν ανάγκη από τη μητρική στοργή και ιδιαίτερες περιποιήσεις,γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίστιξη με το ελληνικό σύστημα δικαίου αφού δεν υπάρχει καμία διάταξη που να στηρίζει το εν λόγω προβάδισμα.

Για να μην παρεκκλίνουμε, λοιπόν, της λογικής και για να αποφεύγουμε  να καταλήγουμε σε λογικές ισοπεδωτικού εξισωτισμού, βασικό κριτήριο για την ανάθεση της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων θα πρέπει να είναι αποκλειστικά και μόνο το συμφέρον του παιδιού που αποσκοπεί στην πλήρη ανάπτυξη της ψυχοσωματικής του οντότητας και μόνο. Κάθε άλλο κριτήριο παραβιάζει την ισότητα μεταξύ των γονέων και κάνει ισοπεδωτικές διακρίσεις λόγω του φύλου, της οικονομικής τους κατάστασης ή της κοινωνικής τους προέλευσης.

Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχνάμε ότι η οικογένεια είναι μια κοινωνική δομή που συνεχίζει να υπάρχει  και μετά τη νομική διάλυση της και όσοι προσπαθούν να την αντιμετωπίσουν σαν να αποτελείται από μεμονωμένα άτομα, ανεξάρτητα  το ένα από το άλλο, δεν προσφέρουν καμία απολύτως βοήθεια στο παιδί. Η ευημερία του παιδιού θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του να διατηρήσει στενή συναισθηματική επαφή και με τους δυο γονείς. Καταστάσεις, όπου το παιδί διχάζεται λόγω της σύγκρουσης που προκαλεί η αφοσίωση στον έναν ή τον άλλο γονέα, είναι συνταγή για δημιουργία νοσηρών συμπεριφορών που προκαλούν ψυχικές διαταραχές στα παιδιά.

Έρευνες που έχουν μελετήσει την μείωση των  μακροπρόθεσμων αρνητικών επιδράσεων   στην περίπτωση που το παιδί  διατηρεί την επικοινωνία και με τους δυο γονείς μετά τον χωρισμό δείχνουν ότι η διατήρηση της επαφής και με τους δύο είναι  μείζονος σημασίας και εξίσου σημαντική για τη διατήρηση της ψυχικής του υγείας και ευεξίας.

‘Ίσως  ένα από τα πιο συνταρακτικά ευρήματα που ανέφεραν οιWallersteinκαιKelly (1980)διαπιστώνοντας ότι ισχύει κυρίως για τις ηλικίες μεταξύ 9-12 ετών, ήταν η ευθυγράμμιση του παιδιού με τον ένα γονέα.  Οι ερευνητές  βρήκαν ότι η εν λόγω ευθυγράμμιση αποτελεί την πιο ακραία ταύτιση με τον σκοπό του γονέα, μια ορισμένη σχέση σε κατάσταση διαζυγίου, που συμβαίνει όταν ο ένας γονέας και ένα ή περισσότερα παιδιά συμμετέχουν σε μία σθεναρή επίθεση εναντίον του άλλου γονέα.

Οι συγγραφείς διευκρινίζουν  ότι οι ενήλικες και τα παιδιά που μετέχουν σε αυτές τις  μη υγιείς συμμαχίες στερούνται ψυχικής σταθερότητας και τα νεαρά άτομα που παίρνουν το μέρος του ενός γονέα θλίβονται πολύ την ώρα του χωρισμού και νιώθουν ιδιαίτερα ευάλωτα εξαιτίας του διαζυγίου. Διαπιστώθηκε δε ότι η χρονική διάρκεια των  ευθυγραμμίσεων ήταν συνδεδεμένη με τις ρυθμίσεις σχετικά με την επιμέλεια. Οι ευθυγραμμίσεις με τον πατέρα   ή τον γονέα που δεν είχε την κηδεμονία τις περισσότερες φορές δεν συνεχίστηκαν πέρα από τον πρώτο χρόνο  μετά τον χωρισμό, ενώ οι ευθυγραμμίσεις με την μητέρα   ή τον γονέα που είχε την κηδεμονία βρέθηκε ότι  παρέμεναν εντυπωσιακά σταθερές δεκαοχτώ μήνες μετά τον χωρισμό.

Πολύ συχνά τα παιδιά αναγκάζονται να πάρουν το μέρος του ενός γονέα  ή πολύ συχνά τα παιδιά γίνονται αντικείμενο της διαμάχης  των συζύγων και αποτελούν τον δελεαστικό στόχο για αμοιβαία ανταλλαγή κατηγοριών σχετικά με θέματα όπως η παραμέληση και η χαριστική μεταχείριση. Καθώς τα παιδιά είναι ανίσχυρα, γίνονται  ιδανικά εξιλαστήρια θύματα ειδικά  όταν οι γονείς αισθάνονται δυστυχισμένοι και απογοητευμένοι. Η πίεση που ασκείται στους ενήλικες,  οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να ζουν σε κοντινή απόσταση παρά την ασυμφωνία τους,  τούς οδηγεί σε παράλογες  πράξεις και σκληρά λόγια  τα οποία δεν θα επέτρεπαν να ειπωθούν κάτω από κανονικές συνθήκες.Η απαίτηση λοιπόν, από ένα παιδί να διαλέξει ανάμεσα τους είναι εξαιρετικά αθέμιτη.

Εύλογα διαφαίνεται από τα παραπάνω πως αυτό που προέχει σε μία κατάσταση χωρισμού ή διαζυγίου  δεν είναι η προώθηση των ατέρμονων δικαστικών διενέξεων και ατομικών συμφερόντων κι επιδιώξεων του ζευγαριού αλλά  η διασφάλιση της ψυχικής ηρεμίας του παιδιού και η ομαλή ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη γεγονός που επιτυγχάνεται μέσα  από την από κοινού  φροντίδα, αγάπη, στήριξη και ασφάλεια και μέσα από έναν σωστά δομημένο νομικό και ψυχολογικό χειρισμό που θα βοηθήσει το παιδί να βρει νεους τρόπους να σχετιστεί με τους γονείς του, και το αντίστροφο. Μόνο έτσι θα αποδυναμωθούν οι άσχημες συμπεριφορές από την πλευρά του ζευγαριού, οι ατέρμονες δικαστικές διαμάχες και θα σταματήσει η θυματοποίηση του ίδιου του παιδιού.

Και ας μην ξεχνάμε ότι:

«Αν δεν μπορούμε να έχουμε έναν επιτυχημένο γάμο, ας φροντίσουμε τουλάχιστον να έχουμε ευτυχισμένα παιδιά».

Κωνσταντίνα Μπαλιάμη

‘’Ψυχολόγος, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με Ειδίκευση στην Ψυχολογία της Άσκησης και με Ειδίκευση στην Ειδική Αγωγή και υποψήφιος διδάκτωρ στο ΠΔΜ’’

e-mail: kony.mpaliami@yahoo.com

 

Βιβλιογραφία

Cherlin, ΑJ.,Furstenberg,F.F., Chase,PL., Kierman,K.E., Robins,P.K.,Morrison,D.R., and Teitler,J.O. (1991).Longitudinal studies of divorce on children in Great Britain and the United States. Science,252,1386-1389.

Herbert, M. (1998).Αντιμετώπιση προβλημάτων παιδιού και εφήβου: Χωρισμός και

Διαζύγιο.Αθήνα: ΕκδόσειςΕλληνικά Γράμματα.

Καλδιριμιτζιάν, Ν. (2002). «Η πορεία του θεσμού του γάμου και της οικογένειας: η

εξέλιξη του ρόλου της μητέρας όπως καταγράφεται μέσα από τα δημογραφικά

στοιχεία των τελευταίων δεκαετιών», Κοινωνική Εργασία: Επιθεώρηση Κοινωνικών

Επιστημών, 65.

Κούρος, Ι.(1993). Ψυχολογικά θέματα παιδιών και εφήβων. Αθήνα:Εκδόσεις Ελληνικά

Γράμματα.

Τσαλκάνης, Α. (1995), «Διαφαινομικές στάσεις της Ελληνίδας απέναντι στο θεσμό

του γάμου», Εκλογή, 106.

Χατζηχρήστου, Χ. (1999).Ο χωρισμός των γονέων, το διαζύγιο και τα παιδιά. Αθήνα: ΕκδόσειςΕλληνικάΓράμματα.

Wallerstein, J. andKelly, J.B. (1980).Surviving the Break-up.How children and parents cope with divorce. New York: Basic Books.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου