Ήδη, δύο μήνες μετά την έκδοση της Ανδρωμάχης του Κώστα Ακρίβου, έχουν γραφεί αρκετές κριτικές, όπως
συμβαίνει με όλα τα βιβλία του, αλλά περισσότερο τα τρία τελευταία χρόνια, με το «Γάλα Μαγνησίας» , το «Πότε διάβολος πότε άγγελος» και την «Ανδρωμάχη» που είναι πεζογραφήματα της ώριμης περιόδου του συγγραφέα. Έτσι, κινδυνεύω να επαναλάβω , ορισμένες διαπιστώσεις που έχουν επισημάνει και τονίσει όσοι διάβασαν το βιβλίο νωρίτερα, αλλά θα ήθελα να καταθέσω κι εγώ και τη δική μου οπτική. Δεν ξέρω γιατί τα βιβλία του Κώστα Ακρίβου, από την πρώτη κιόλας σελίδα, σου ασκούν μια έλξη -το έχω ακούσει και από άλλους- και σε κρατάνε σε εγρήγορση μέχρι την τελευταία, χωρίς να βαριέσαι καθόλου. Και, ενώ είναι πολυγραφότατος και εύλογα θα σκεφτόταν κάποιος τι καινούργιο έχει πάλι να μας πει, πάντα ανακαλύπτεις ότι σε κάθε βιβλίο του υπάρχουν πολλά νέα και επίκαιρα μηνύματα.Γιατί όμως φέτος ο Ακρίβος αποφάσισε να μας μιλήσει για την κακιά μοίρα της Ανδρομάχης που τη γνωρίζουμε από την Ιλιάδα του Ομήρου και από την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη και όχι μόνο; Έτσι ξαφνικά του ήρθε η ιδέα, χωρίς κανένα λόγο; Αν πέρυσι που γιορτάσαμε τα διακόσια χρόνια από το 1821, αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει για τον μεγαλύτερο ήρωα και μακρινό απόγονό του, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, και να απαντήσει στο ερώτημα ήρωας γεννιέσαι ή γίνεσαι (;), φέτος εκατό χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή και με ένα πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας που ακόμα σοβεί και θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη, αποφάσισε να εκφράσει με το στόμα της Ανδρομάχης, μιας γυναίκας που είναι θύμα – σύμβολο πένθους και κακοποίησης του Τρωικού πολέμου, το αντιπολεμικό του πνεύμα, αλλά και την κατακραυγή για κάθε είδους εκμετάλλευση και κακομεταχείριση των γυναικών στην εποχή μας. Ο συγγραφέας με τις ευαίσθητες κεραίες του συλλαμβάνει τα μηνύματα των καιρών, τα αποκωδικοποιεί και τα μεταδίδει στους αναγνώστες του! Η γυναίκα – γυναίκες και τα μικρά παιδιά, τα αθώα θύματα των πολέμων τους οποίους προξενούν οι άντρες μπαίνουν αυτή τη φορά στο μικροσκόπιο του!
Ο μύθος λίγο πολύ είναι γνωστός σε όλους από τα μαθητικά μας χρόνια, αλλά ο συγραφέας τον επεξεργάζεται με τον δικό του τρόπο στη νέα νουβέλα ή στον δραματικό μονόλογο της Ανδρομάχης . Θα ήθελα μόνο να επισημάνω τούτο που δικαιολογεί και το τίτλο Ανδρωμάχη με ωμέγα (πολλών ανδρών μάχη). Το ομολογεί και η ίδια προς το τέλος της αφήγησης ότι τη ζωή της τη σημάδεψαν μόνον άνδρες: «Ο πατέρας, τα εφτά αδέρφια, ο Πρίαμος, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Πηλέας… Αλλά και: Έκτορας, Αστυάνακτας, Νεοπτόλεμος, Πέργαμος, Μολοσσός, Πίελος, Έλενος, Κεστρίνος». Άλλους τους αγάπησε από ανάγκη και για άλλους η αγάπη ανάβλυζε αβίαστα από την καρδιά της…
Ας δούμε τώρα πώς επεξεργάστηκε τον μύθο στην Ανδρωμάχη του ο Κώστας Ακρίβος και ποιες αφηγηματικές τεχνικές χρησιμοποίησε. Γιατί εκεί φαίνεται και η μαστοριά και η πρωτοτυπία του λογοτέχνη, όταν το ίδιο - γνωστό υλικό το παρουσιάζει με έναν διαφορετικό τρόπο και με μια άλλη οπτική γωνία και φωτίζει πλευρές που μέχρι τότε ήταν αθέατες. Ο συγγραφέας λοιπόν δεν επιλέγει τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, αλλά ξεκινάει την αφήγηση in medias res, όπως συμβαίνει στην Ιλιάδα του Ομήρου αλλά και σε άλλα σπουδαία έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (π.χ. Το Αμάρτημα της μητρός μου του Γ. Βιζυηνού) και με πολλές αναδρομικές (flash back) ή πρόδρομες αφηγήσεις εξιστορεί τα γεγονότα του παρελθόντος ή προοικονομεί το μέλλον. Προτίμησε επίσης την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με εσωτερική εστίαση η οποία στερείται βέβαια αντικειμενικότητας, αλλά προσθέτει περισσότερη αληθοφάνεια και δραματική ένταση.
«Δεν υπάρχει τίποτα, λέω, πιο σκληρό και άδικο από το να πρέπει να αγαπάς κάποιον που κανονικά θα έπρεπε να μισείς με όλη σου την ψυχή…» είναι τα πρώτα λόγια της Ανδρομάχης που βρίσκεται αιχμάλωτη σε έναν στάβλο στο παλάτι του Νεοπτόλεμου στη Φθία και θυμάται την πορεία από την Τροία προς την Ελλάδα και τους βιασμούς που υπέστη. Αφηγείται τις προσβολές και την κακοποίηση στο παλάτι του Νεοπτόλεμου η οποία σταμάτησε με την παρέμβαση του παππού του Πηλέα, όταν πληροφορήθηκε ότι κυοφορούσε το παιδί του εγγονού του. Θυμάται επίσης και τον γάμο της με τον Έκτορα, αλλά και τη σφαγή της οικογένειάς της από τον Αχιλλέα, αφού το ταραγμένο της μυαλό, όπως ομολογεί και η ίδια «πάει μια μπρος και μια πίσω». Αναφέρεται στην μεγαλοψυχία του Πρίαμου, που συμπεριφερόταν ακόμα και στην Ελένη με επιείκεια, αλλά και στην οργή και τον θυμό της Εκάβης που αποκαλούσε την Ελένη «σκύλα». Αντιπαθεί τον Έλενο, γιατί βοήθησε τους Αχαιούς να κυριεύσουν την Τροία, όταν προφήτευσε ότι ο γιος του Αχιλλέα , ο Νεοπτόλεμος ήταν αυτός που θα βοηθούσε στην άλωσή της. Η πρώτη ενότητα του 1ου κεφαλαίου κλείνει με τη μεγαλύτερη δοκιμασία της: θα έπρεπε να αγαπήσει εκείνο το πλάσμα, τον γιό της τον Πέργαμο, που κανονικά θα έπρεπε να μισεί με όλη της την καρδιά.
Στις άλλες δύο ενότητες η Ανδρομάχη θα αφηγηθεί στο παρόν τη σχέση της με την Ερμιόνη, τη γυναίκα του Νεοπτόλεμου, που ήταν σχέση μίσους και αμοιβαίας αντιπάθειας, καθώς η δεύτερη ως άτεκνη και σκληρή, θεωρούσε ότι η Ανατολίτισσα Ανδρομάχη τής πλάνεψε τον άνδρα της και προσπάθησε με τον πατέρα της τον Μενέλαο να την εκδικηθεί με το θάνατο του γιου της του Μολοσσού, αλλά δεν πρόλαβαν, γιατί παρενέβη για μία ακόμη φορά ο Πηλέας. Μετά τη δολοφονία του συκοφαντημένου από τον Ορέστη Νεοπτόλεμου στους Δελφούς και τον χρησμό της Θέτιδας, η Ανδρομάχη με τον Έλενο θα ακολουθήσουν την πορεία προς τα δυτικά και θα ιδρύσουν το Βασίλειο των Μολοσσών με βασιλιά τον γιο της Μολοσσό που ήταν αψύς και παράτολμος σαν τον παππού και τον πατέρα του. Από εκεί θα περάσει και ο Αινείας οδεύοντας προς την Ιταλία και από εκεί ο Πέργαμος με την Ανδρομάχη θα αποχωρήσουν ανατολικά και θα ιδρύσουν στην εύφορη πεδιάδα της Μυσίας την πόλη Πέργαμο στην οποία θα εκτυλιχθεί η δράση στις επόμενες ενότητες.
Η τρίτη ενότητα είναι και η πιο δραματική και αποτελεί μια μεγάλη αναδρομή στην Τροία, τη στιγμή που προσπαθεί να ζήσει μια ειρηνική ζωή στη νέα της πατρίδα. Το μυαλό της όμως δεν ηρεμεί. Σκέφτεται και αυτή να γκρεμιστεί από τα τείχη της Περγάμου και να ακολουθήσει τη μοίρα του γιου της Αστυάνακτα, αλλά δεν τολμά, γιατί θεωρεί ότι αυτό θα ήταν δειλία. Θυμάται τότε τον Πρίαμο που είχε το θάρρος να πάει να ζητήσει από τον Αχιλλέα τη σορό του Έκτορα, τη μεγαλοπρεπή κηδεία του άντρα της που κράτησε δώδεκα ημέρες και την τρυφερή σκηνή με τον Αστυάνακτα στα τείχη της Τροίας σε ένα διάλειμμα από τον πόλεμο, λίγο πριν από τη μονομαχία του Έκτορα με τον Αχιλλέα. Το τέλος αυτής της ενότητας είναι το πιο τραγικό και συγκινητικό, γιατί αναφέρεται στον σκληρό θάνατο του Αστυάνακτα, τον οποίο γκρέμισαν από τα τείχη ο Οδυσσέας και ο Νεοπτόλεμος μπροστά στα μάτια της μάνας του, καθώς και στον θρήνο των Τρωάδων που θα συρθούν στην ομηρεία.
Πλησιάζοντας προς την έξοδο και τη λύση του δράματος στις δύο επόμενες πολύ μικρές ενότητες παλεύει με τον φόβο και επιθυμεί τον αυτόχειρα θάνατο αλλά τελικά αποφαίνεται: «Φώς μονάχα η ζωή, όλα τα άλλα έρεβος». Έτσι εκεί πάνω στα τείχη στο 2ο κεφάλαιο που είναι πολύ μικρό και αποτελεί τον επίλογο, θα προτιμήσει τη ζωή και αυτό χάρη στον αγαπημένο της γιο, τον Πέργαμο, που θα δώσει στο νέο βρέφος του το όνομα του νεκρού αδελφού του Αστυάνακτα. «Μη με φοβάσαι, να μη φοβάσαι. Η Τύχη και η Τόλμη να είναι οι δικοί σου θεοί, οι μόνοι θεοί στη ζωή σου, μικρέ δεύτερε Αστυάνακτα. Καινούργια μου ψυχή» είναι τα τελευταία λόγια της Ανδρομάχης κρατώντας στην αγκαλιά της τη νέα ζωή.
Το νέο πεζογράφημα του Κώστα Ακρίβου ξεχειλίζει από τον πόνο, το πένθος, τον φόβο, τους βιασμούς και την κακοποίηση της Ανδρομάχης και γενικότερα το έρεβος, αλλά στο τέλος επικρατεί το φως , η ανθρωπιά, αισιοδοξία και η ζωή. Αξίζει να το διαβάσετε…!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου