Αν πρωταγωνιστούσες σε έργο του Μπέκετ θα περίμενες τον Γκοντό. Τώρα,
όμως, είσαι φαντάρος και περιμένεις τον εφοδεύοντα (που μπορεί να είναι κοντός, αλλά μπορεί να είναι και ο Σακίλ Ο’ Νιλ). Τι κάνεις στο μεσοδιάστημα;
Το έχουμε πάθει όλοι μας (ή, αν δεν έχετε πάει ακόμα στρατό, θα το έχουμε πάθει όλοι μας, μιας και τα χακί στην Ελλάδα είναι υποχρεωτικά): πάνω που έχει αρχίσει να μας παίρνει εκείνος ο γλυκός, βαθύς ύπνος μετά από 9 ωρίτσες ονείρων- έχουμε κοιμηθεί στις 16:00 το μεσημέρι γιατί είμαστε παλαίουρες-, έρχεται ο θαλαμοφύλακας και μας σκουντάει λέγοντάς μας «Σειρά, σήκω. Έχεις σκοπιά».
Βλέπεις το ρολόι. Λέει 01:40. «Πω ρε φίλε», σκέφτεσαι με τα μάτια σου να είναι πιο πρησμένα κι από νεογέννητου μωρού, «ούτε να ξεκουραστώ δεν πρόλαβα και πάλι σκοπιά. Κι αυτόν τον μήνα! 4η υπηρεσία στη θητεία μου και απολύωμαι σε 30 μερες…».
Κρατάς για τον εαυτό σου το μίνι- ξέσπασμα και την πρωτοφανή εμπλοκή που έχεις φάει («Εγώ παιδί μου όταν ήμουνα φαντάρος μας πήγαινε 243-1 εκεί στον Έβρο», θα λες όταν μεγαλώσεις, φυσικά, χωρίς να διευκρινίζεις ότι το 243 ήταν οι έξοδοι και το 1 η υπηρεσία, ούτε το γεγονός πως υπηρέτησες στην πυλωτή του σπιτιού σου), ντύνεσαι στα γρήγορα, πλένεις το πρόσωπό σου και πηγαίνεις στο πόστο.
Σκοπιά. Μαζί, ως είθισται πλέον, με ακόμα έναν. Να φυλάτε το αγροτεμάχιο στη μέση του πουθενά που βρίσκεται το στρατόπεδο από πιθανό ντου των Τούρκων, οι οποίοι θα θελήσουν να το καταλάβουν και να το καλλιεργήσουν για πάρτη τους.
Τι κάνεις, όμως, μέχρι να έρθει εκείνη η λυτρωτική στιγμή που θα σε πλησιάσει ο εφοδεύων και θα πεις, επιτέλους, το περιβόητο «Αλτ! Τις ει;».
Χμ…
Στείλε μου μήνυμα, πάντα θα περιμένω
Είναι η ενστικτώδης αντίδραση: με το που γίνεται η αλλαγή στη σκοπιά και απομακρυνθεί ο περιπολάρχης, βγάζεις το κινητό σου, ανοίγεις το messenger και στέλνεις μήνυμα στην κοπέλα σου:
– Έλα ζουζούνι μου, τι κάνεις;
-Καλά μαμούνι μου, εσύ;
-Καλά μωρέ, εδώ. Πήζω. 47ο σκοπέτο σερί. Με δύο ώρες ύπνο κι αυτόν το πρωί- στην ομιλία του ταξίαρχου στο ΚΕΠΙΚ.
-Άχου το μωράκι μου… Γιατί σε βασανίζουν έτσι; Είναι απάνθρωπο. Θα μιλήσω στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας.
-LOL. Καλό το αστείο, αλλά καμένο. Πάνο Καμμένο.
-Μου έλειψες πολύ, το ξέρεις; Σε θέλω…
-Μη μου λες τέτοια τώρα, μωρό μου, κι έχω οπλίσει. Θα κάνω καμιά τρέλα!
-Ουάου, έχεις όπλο; Και είναι οπλισμένο;
-Φυσικά μωρό μου, έχω και license to kill. Εγώ και ο Kill Bill.
-Πω… Μ’ έφτιαξες τώρα τρελά. Θα πάω στο μπάνιο και…
«Κι εσύ στο στρατοδικείο!», ακούγεται μια φωνή δίπλα στο αυτί σου.
Γυρνάς απότομα: «Αλτ! Τις ει;», ρωτάς πανικόβλητα.
«Ο εφιάλτης σου», απαντά ο Ταγματάρχης που βρήκε σήμερα- απ’ όλες τις διαθέσιμες μέρες- να κάνει έφοδο. «20 μέρες φυλακή!», γαυγίζει σχεδόν.
«Δεν έχει σίδερα η καρδιά σου να με κλείσει, δεν έχει σίδερα για να με φυλακίσει», ανταπαντάς με ποιοτικό Ρουβά, όμως το ξέρεις κι εσύ πως το μενού έχει άλλο τραγούδι.
Αίμα, δάκρυα και ιδρώτας σε περιμένουν από τούδε και στο εξής.
Βάλε ένα ποτηράκι
Δεν τον ξέρεις, τον βλέπεις πρώτη φορά. Αλλά δείχνει καλό παιδί- ο άλλος ο φαντάρος μωρέ, τι «ποιος»; Αυτός που φυλάτε μαζί σκοπιά.
Εφόσον δε φαίνεται έφοδος στα κοντά, ανεβαίνετε και οι δύο πάνω στο πυργάκι και αρχίζετε να τα λέτε. Διαπιστώνεις πως έχετε πάρα πολλά κοινά: είστε και οι δύο άντρες, έχετε και οι δύο κεφάλι, φοράτε και οι δύο χακί, είστε ξυρισμένοι και, το σημαντικότερο, είστε Ολυμπιακάρα.
Του εκμυστηρεύεσαι πως στο παγούρι σου δεν έχεις νερό, αλλά είναι τίγκα στο ουίσκι. Χύνεις το μισό στο δικό του παγούρι, λέτε κι ένα «Στη υγειά μας ρε παιδιά!» (μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σας μηνύσει ο Σπύρος Παπαδόπουλος) και μετά απ’ όλα τα έντομα του κόσμου αποφασίζετε να γίνετε σκνίπα.
Κάπως έτσι, όταν έρχεται ο εφοδεύων έχουμε αυτά τ’ αποτελέσματα:
Έχω ντέρτι μεγάλο
Ρε φίλε, σε νιώθουμε: έχεις τα σεκλέτια σου. Ο στρατός δεν είναι παιχνιδάκι, είναι δύσκολο πράμα. Εσύ είσαι επαναστατική φύση, ένας Τσε, δεν μπορείς να υπακούς άβουλα σ’ αυτά που σου λένε οι ανώτεροί σου, να μπαίνεις σε καλούπια και ν’ ακολουθείς κατά γράμμα ένα υποτυπώδες πρόγραμμα που μπορεί να το βγάλει ακόμα και εύθραυστη μπαλαρίνα με αυτοκτονικές τάσεις (σκέφτεται ν’ αποχαιρετίσει τον μάταιο τούτο κόσμο με διπλό τόλουπ).
Γι’ αυτό, μόλις αρχίζει το σκοπέτο σου βγάζεις το κράνος, το αφήνεις κάτω, παίρνεις τα τσιγάρα σου και μετατρέπεις το έδαφος από κάτω σου σ’ ένα απέραντο τασάκι. Βάζεις και Καζαντζίδη στο κινητό για να ταιριάζει με το όλο κλίμα και καπνίζεις τόσο πολύ, που διεκδικείς με αξιώσεις εκείνη τη δύσκολη λέξη για το κάπνισμα που ποτέ δε θυμάσαι (είναι «αρειμανίως»).
Για κακή σου τύχη ο εφοδεύων βλέπει την καύτρα σου να λάμπει στο σκοτάδι και με σπριντ που θυμίζει Γιουσέιν Μπολτ έρχεται προτού προλάβεις να βάλεις το κράνος και να πεις «Αλτ! Τις ει;».
Ούτε αλτ, ούτε τις ει. Μόνο Τίση.
Διέπραξες, βλέπεις, Ύβρη.
Μόνο στα όνειρα κάνω το φαντάρο
Δε φταις καθόλου- καθόλου: γερμανικό, λέει, μέσα στα άγρια χαράματα. Ποιος είσαι για να κάνεις γερμανικό; Ο Σόιμπλε; Άσε που, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, μετά βίας κοιμήθηκες 9 ώρες. Πώς να κρατήσεις αυτά τα μπιρμπιλωτά ματάκια ανοιχτά στις 02:40; Κι εκείνο το τσιμεντένιο πάτωμα με τη σκόνη πάνω στον πύργο- το κερατένιο, μοιάζει το πιο άνετο στρώμα του κόσμου.
Γι’ αυτό, πείθεις και τον συνάδελφο πως με τέτοιο καιρό δεν παίζει να έχει περίπολα, ξαπλώνετε κάτω και μέχρι να πει κάποιος «Ελληνικά στρατά», έχετε κοιμηθεί τον ύπνο του δικαίου.
Αδίκως, βέβαια, ο εφοδεύων σας ξυπνάει και σας ενημερώνει πως θα σας βγάλει στην αναφορά.
«Άσε μας ρε μεγάλε», σκέφτεσαι.
«Κοιμόμασταν. Αναφορά θα σου δώσουμε;».
Αλτ! Τι πιδί σι συ.
menshouse.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου